Αντιδράσεις προκαλεί στις τάξεις των μεγάλων κατασκευαστικών ομίλων, συμπεριλαμβανομένων και των ξένων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, το γεγονός ότι δεν έγινε δεκτό από το υπουργείο Υποδομών το αίτημα που υπεβλήθη από αρκετούς ενδιαφερόμενους να αναβληθεί (για πολλοστή φορά) η κατάθεση των προσφορών για το έργο του νέου αεροδρομίου στο Καστέλι της Κρήτης.
Πρόκειται για ένα μοναδικό έργο, που εκτιμάται ότι θα προσεγγίσει το 1 δισ. ευρώ, καθώς μόνο το κατασκευαστικό αντικείμενο ανέρχεται στα 850 εκατ. ευρώ, ενώ περίπου 100 εκατ. ευρώ θα χρειαστούν οι απαλλοτριώσεις. Εκτελείται σε μια δύσκολή συγκυρία για τη χώρα, με τα μεγάλα έργα της προηγούμενης περιόδου να ολοκληρώνονται και τα διαθέσιμα κονδύλια να μην αφήνουν πολλά περιθώρια για νέα σημαντικά έργα. Όλα τα παραπάνω λογικά θα έπρεπε να έχουν οδηγήσει στο να συμμετέχουν στον διαγωνισμό όλοι οι μεγάλοι όμιλοι οι οποίοι είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον (Άκτωρ, σε συνεργασία με τον γαλλικό όμιλο Vinci, η κοινοπραξία J&P Άβαξ – Bouygues Aeroports de Paris και ο κινεζικός όμιλος China State Construction Engineering Co από κοινού με Archirodon – Zurich Airport).
Βασική εξήγηση που δίνεται απ’ όσους δεν συμμετείχαν είναι ότι οι διευκρινίσεις που ζητήθηκαν ήταν σημαντικές και δικαιολογούσαν τη χρονική παράταση μέχρι τον Ιανουάριο.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή η μοναδική προσφορά έχει επικεφαλής τον όμιλο ΓΕΚ Τέρνα, έναν εκ των εμπειρότερων στη χώρα, που έχει εκτελέσει και εκτελεί με επιτυχία σημαντικά μεγάλα έργα. Η ΓΕΚ κατέθεσε δεσμευτική προσφορά σε κοινοπραξία με την ινδική GMR, με τίμημα και προϋποθέσεις εξαιρετικά συμφέρουσες για το Δημόσιο, όπως λέγουν κύκλοι της εταιρείας, που επισημαίνουν παράλληλα πως η χρηματοδότηση του έργου είναι πλήρως διασφαλισμένη.
Η διεθνής εμπειρία
Ενδεικτικά των αντιδράσεων είναι τα όσα σημειώνονται από τη Vinci, εταιρεία με μακροχρόνια παρουσία στην Ελλάδα και μεταξύ των παγκόσμιων ηγέτιδων εταιρειών στη διαχείριση και τη λειτουργία αεροδρομίων. Η γαλλική εταιρεία επικαλείται τη διεθνή εμπειρία της και αναφέρει ότι η μία και μοναδική προσφορά θα θεωρηθεί από τους υποψήφιους χρηματοδότες του έργου, μεταξύ των οποίων και της ΕΤΕπ, ως ένδειξη μη βιωσιμότητας του έργου, με αποτέλεσμα, εφόσον το υπουργείο προχωρήσει με τον έναν υποψήφιο, ο διαγωνισμός να «σέρνεται» για 1-2 χρόνια, μέχρι τελικά η διαγωνιστική διαδικασία να ακυρωθεί, ελλείψει χρηματοδότησης.