Βελτίωση της πιστοληπτικής τους ικανότητας εμφάνισαν την περσινή χρονιά οι επιχειρήσεις σούπερ μάρκετ, ενώ οι εκτιμήσεις για φέτος προβλέπουν, στο πλαίσιο και των κινήσεων εξυγίανσης του κλάδου, ακόμα πιο θετική εικόνα.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα πορίσματα της κλαδικής μελέτης για τα σούπερ μάρκετ της ICAP GROUP, το 60,5% των αλυσίδων -από το συνολικό δείγμα των 76 επιχειρήσεων- κατατάσσεται στη ζώνη μέσου πιστωτικού κινδύνου. Η επίδοση αυτή είναι βελτιωμένη έναντι του 2015, όταν το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώθηκε στο 52,6%. Αντίστοιχα, περιορίστηκε ο αριθμός των εταιρειών υψηλού πιστωτικού κινδύνου, ενώ μια επιχείρηση κατάφερε να μεταφερθεί στη ζώνη χαμηλού πιστωτικού κινδύνου, όπου κατατάσσονται συνολικά 6 εταιρείες.
Όπως αναφέρουν μιλώντας στη «Ν» αναλυτές της ICAP, «η βελτίωση της εικόνας της πιστοληπτικής ικανότητας οφείλεται τόσο στις επιχειρηματικές κινήσεις εξυγίανσης που λαμβάνουν χώρα στον κλάδο, οι οποίες συνεχίζονται και φέτος, όσο και στη γενικότερη σταθεροποίηση -σε σχέση τουλάχιστον με το ανατρεπτικό 2015- της πολιτικοοικονομικής κατάστασης της χώρας».
Όπως εξηγούν, «μια επιχείρηση με χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα είναι ευπρόσβλητη ακόμη και από ασήμαντες μεταβολές του οικονομικού περιβάλλοντος. Έτσι, ενδεχόμενες αλλαγές στο μικροοικονομικό ή και μακροοικονομικό περιβάλλον μπορεί εύκολα να οδηγήσουν τη συγκεκριμένη επιχείρηση σε αδυναμία αποπληρωμής των υποχρεώσεών τους».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η συνηθέστερη συνέπεια του πιστωτικού κινδύνου στις επιχειρήσεις που τον αντιμετωπίζουν είναι ο περιορισμός της ρευστότητάς τους, ενώ άλλες παρενέργειες είναι είτε η αναζήτηση έκτακτης χρηματοδότησης είτε η ανάγκη διατήρησης υψηλών αποθεματικών, καθώς οι επιχειρήσεις αυτές, λόγω μειωμένων ταμειακών ροών, αδυνατούν να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους. Δεν είναι σπάνιο επίσης το φαινόμενο των εταιρειών που αναγκάζονται είτε να αναστείλουν τακτικούς ή και στρατηγικούς στόχους, είτε να χάσουν το όποιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα διαθέτουν, εφόσον η έλλειψη ρευστότητας δεν επιτρέπει την άμεση υλοποίηση των σχεδίων τους.
Όσον αφορά τα κριτήρια αξιολόγησης των κινδύνων, η ΙCAP αναλύει το δείγμα των 76 επιχειρήσεων (που εμφανίζουν τζίρο άνω των 10 εκατ. ευρώ και περιλαμβάνουν και την Αφοί Βερόπουλος ως ξεχωριστό ΑΦΜ το 2016) με βάση συγκεκριμένο μοντέλο που αριθμεί αρκετές παραμέτρους που περιλαμβάνουν τόσο βασικούς χρηματοοικονομικούς δείκτες εκάστης επιχείρησης, π.χ. δανεισμό, μέσο χρόνο αποπληρωμών κτλ., όσο και γενικότερους μακροοικονομικούς δείκτες της οικονομίας. Σε αυτό το πλαίσιο, οι αναλυτές της ICAP εκτιμούν ότι «στον βαθμό που δεν υπάρξουν έκτακτα γεγονότα και ολοκληρωθεί και ο σχεδιασμός που αφορά την εξυγίανση της Μαρινόπουλος, το 2017 αναμένεται ακόμα καλύτερη επίδοση στην συνολική εικόνα του κλάδου».
«Η ύπαρξη υγιών σχημάτων στην αγορά θα οδηγήσει στη βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας του κλάδου και κατ’ επέκταση της βιομηχανίας τροφίμων, αφού αναπόφευκτα θα υπάρξει και εξισορρόπηση στο κεφάλαιο της διαχείρισης των απαιτήσεων» αναφέρουν στη «Ν» στελέχη των σούπερ μάρκετ, τα οποία ωστόσο τονίζουν ότι «μολονότι η συγκέντρωση της αγοράς θεωρείται πλέον δεδομένη, με τον αριθμό των ενεργών και βιώσιμων αλυσίδων να περιορίζεται ακόμα περισσότερο το προσεχές διάστημα, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή ώστε να μην υπερτιμηθούν οι δυνατότητες και η ευελιξία των επιχειρήσεων. Εάν δεν υπάρξει σωστό “ζύγισμα” και ο στόχος περιορίζεται σε απατηλά έσοδα, τότε εγκυμονεί ο κίνδυνος ανάληψης δυσθεώρητου κόστους».
Σχολιάζοντας τις κινήσεις συγκέντρωσης στον κλάδο, ο Νίκος Ταβουλάρης, Consultant της Διεύθυνσης Οικονομικών – Κλαδικών Μελετών της ICAP Group, αναφέρει ότι «τέσσερις μεγάλες εταιρείες – αλυσίδες καταστημάτων απέσπασαν το 50% περίπου των συνολικών πωλήσεων του κλάδου το 2015. Σημαντικό ρόλο στην τάση αύξησης του βαθμού συγκέντρωσης, τα τελευταία χρόνια, διαδραματίζει η συνεχής επέκταση του δικτύου καταστημάτων των μεγαλύτερων αλυσίδων του κλάδου (μέσω εξαγοράς καταστημάτων άλλων επιχειρήσεων ή/και με το άνοιγμα νέων σημείων πώλησης)». Η πλειονότητα των καταστημάτων των δέκα μεγαλύτερων αλυσίδων του κλάδου βρίσκεται στην Αττική (43,6%) και ακολουθεί η περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας (19,8%).