Μαύρα σύννεφα συγκεντρώνονται πάνω από τον ελληνικό τουρισμό, σκιάζοντας τις αυθύπαρκτες δυνατότητες που έχει για περαιτέρω ανάπτυξη το 2017. Ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων Γιάννης Ρέτσος, στον οποίο ανήκει η προαναφερόμενη εκτίμηση, δηλώνει στην εφημερίδα Ναυτεμπορικη, αισιόδοξος, ωστόσο σπεύδει να προσθέσει ότι οι απειλές που ελλοχεύουν για τον ελληνικό τουρισμό και τη νέα χρονιά είναι πολλές και υπονομεύουν τις αναπτυξιακές του προοπτικές.
Ο κ. Ρέτσος προχωρώντας σε έναν απολογισμό για την τρέχουσα χρονιά και σε μία διατύπωση εκτιμήσεων για το 2017, επεσήμανε μεταξύ άλλων χθες ότι για το 2017 οι δυσκολίες είναι περισσότερες. Όπως είπε χαρακτηριστικά, οι ανταγωνιστές μας οι Τούρκοι, που φέτος ήταν αδύναμοι, έχουν την ικανότητα να «γυρίσουν το παιχνίδι», εντείνοντας έτσι τον ανταγωνισμό με την αγορά μας.
Παράλληλα η ελληνική αγορά δεν έχει πολλά ανταγωνιστικά εργαλεία στα χέρια της λόγω της υπερφορολόγησης. Παράλληλα βρίσκεται και με γερασμένο κατά ένα χρόνο προϊόν λόγω έλλειψης επενδύσεων στις ξενοδοχειακές μονάδες, οι οποίες έχουν «παγώσει» σε γενικές γραμμές από την έλλειψη αναπτυξιακών εργαλείων και κακής κατάστασης του τραπεζικού συστήματος. Η Ελλάδα είναι ακριβότερη 6-7 μονάδες έναντι των ανταγωνιστών της, περιθώρια για μειώσεις τιμών δεν υπάρχουν από τους επιχειρηματίες και γι’ αυτό οι δυσκολίες θα είναι περισσότερες του χρόνου, είπε χαρακτηριστικά.
Όλα αυτά σε συνδυασμό και με τα γενικότερα προβλήματα που απασχολούν τη χώρα μας αλλά και την ευρύτερη περιοχή (προσφυγικό, τρομοκρατία, γεωπολιτικές εξελίξεις, κ.λπ.) καθιστούν τη χρονιά πιο δύσκολη.
Μάλιστα ο κ. Ρέτσος έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου υπογραμμίζοντας ότι αν ο ελληνικός τουρισμός πάρει αρνητική τροχιά, τότε στο σύνολό της η ελληνική οικονομία θα βυθιστεί ακόμη περισσότερο στην ύφεση και την κρίση. Οι δυσκολίες ήταν παρούσες και τη φετινή χρονιά, η οποία χαρακτηρίζεται μεν από την άνοδο των αφίξεων, αλλά το αποτέλεσμά της σε ό,τι αφορά τα έσοδα είναι «πολύ συζητήσιμο».
Για τον κ. Ρέτσο, δεν αποκλείεται η χρονιά να κλείσει «μία η άλλη» σε ό,τι αφορά τα έσοδα. Αν και είναι πολύ δύσκολο να καλυφθεί η διαφορά των 346 εκατ. ευρώ (πτώση εσόδων στο επτάμηνο) και πολύ περισσότερο να πιαστεί ο στόχος του ενός δισ. ευρώ επιπλέον έσοδα σε σύγκριση με το 2016, καθώς ο Αύγουστος και ο Σεπτέμβριος κινούνται πολύ καλά τελικά μπορεί η αγορά να κινηθεί στα ίδια επίπεδα με πέρυσι. Πάντως ο κ. Ρέτσος υπογράμμισε ότι σε κάθε περίπτωση αυτό που έγινε φανερό είναι ότι «θα πρέπει πλέον να σταματάμε να μετράμε κεφάλια».
Τα 25 εκατ. τουρίστες κάθε χρόνο είναι ένα μεγάλο νούμερο για τη χώρα μας και αρκετά ικανοποιητικό. Μην ξεχνάμε ότι ο στόχος των 25 εκατ. αφίξεων είχε τεθεί από τη μελέτη της McKinsey για το 2021 και καλύφθηκε ήδη από το 2016, είπε και συμπλήρωσε ότι η Ελλάδα είναι πλέον ένας πολύ σημαντικός παγκόσμιος προορισμός. Από εδώ και πέρα θα πρέπει να επικεντρωθούμε στα ποιοτικά χαρακτηριστικά, είπε ο πρόεδρος της ΠΟΞ.
Σύμφωνα με τον κ. Ρέτσο, η μείωση των τουριστικών εισπράξεων οφείλεται στη μείωση της μέσης διάρκειας διαμονής των τουριστών, στο γεγονός ότι η Ελλάδα πήρε από το χαμένο κομμάτι των αφίξεων στην Τουρκία το πιο χαμηλό ποιοτικά, στις επιπτώσεις της υπερφορολόγησης ως προς τις τιμές που επηρεάζουν το τουριστικό καλάθι. Για παράδειγμα, η αύξηση του ΦΠΑ στα νησιά επιβάρυνε κατά 10% το τουριστικό πακέτο, με αποτέλεσμα όσοι ήρθαν στη χώρα μας να περιορίσουν τις δαπάνες τους λόγω αυτής της αύξησης στην τιμή του ταξιδιού τους.
Ο κ. Ρέτσος αναφέρθηκε, επίσης, σε επίκαιρα ζητήματα για την ελληνική ξενοδοχία, όπως:
* Οι επενδύσεις, σημειώνοντας ότι ουσιαστικά δεν υπάρχει αναπτυξιακός νόμος για τις ξενοδοχειακές επενδύσεις.
* Τα «κόκκινα» δάνεια, τονίζοντας ότι πρέπει να ξεκαθαρίσει το ζήτημα και να δοθεί η δυνατότητα στον συνεργάσιμο ιδιοκτήτη να σώσει την επιχείρησή του. Διαφορετικά, τόνισε, η απειλή αφελληνισμού της ξενοδοχίας θα γίνει πραγματικότητα.
* Τα ενοικιαζόμενα σπίτια, σημειώνοντας ότι πρέπει επιτέλους να θεσμοθετηθεί ρυθμιστικό πλαίσιο για τις τουριστικές μισθώσεις.
Τέλος, ο κ. Ρέτσος επισήμανε ότι η Πολιτεία πρέπει να κινηθεί εγκαίρως σε ζητήματα έκδοσης βίζας σε νέες αγορές και στη βελτίωση της εικόνας και των υπηρεσιών στις πύλες εισόδου.