Ανοδική πορεία, σε αντίθεση με την αποκλιμάκωση που καταγράφεται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καταγράφει ο δείκτης εξυπηρέτησης χρέους των ελληνικών επιχειρήσεων, ενώ για τα νοικοκυριά ο δείκτης συγκλίνει προς τις άλλες χώρες. Πάντως, η Ελλάδα συγκαταλέγεται στην κατηγορία των χωρών στις οποίες ο συνολικός δείκτης εξυπηρέτησης χρέους του ιδιωτικού τομέα βρίσκεται πολύ κοντά στο μέσο επίπεδο των ευρωπαϊκών χωρών, σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκαν οι οικονομολόγοι της Τράπεζας Πειραιώς.
Σε μελέτη που υπογράφουν ο Ηλίας Λεκκός, Chief Economist, και ο Αρτέμης Λεβεντάκης, Senior Economist της τράπεζας, γίνεται αναφορά στον Δείκτη Εξυπηρέτησης Χρέους (ΔΕΧ), ο οποίος προσπαθεί να προσεγγίσει το ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα το οποίο αναλώνεται για την πληρωμή τόκων και αποπληρωμή κεφαλαίου.
Δεδομένου ότι ο Δείκτης λαμβάνει υπ’ όψιν του τη σχέση μεταξύ των πληρωμών σχετιζόμενων με τη μόχλευση αλλά και τα διαθέσιμα εισοδήματα, αποτελεί κρίσιμη μεταβλητή για την κατανόηση των αλληλεπιδράσεων μεταξύ του χρέους και της πραγματικής οικονομίας, σημειώνουν οι οικονομολόγοι. Οι ΔΕΧ αποτελούνται από τέσσερις δομικούς παράγοντες: τα επιτόκια, το επίπεδο χρέους, το επίπεδο του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος (ΑΔΕ) και τη διάρκεια αποπληρωμής.
Όσον αφορά το Δείκτη Εξυπηρέτησης Χρέους Νοικοκυριών, επισημαίνεται ότι τα νοικοκυριά στην ελληνική οικονομία έχουν αυξήσει σημαντικά το μερίδιο του διαθέσιμου εισοδήματός τους για την αποπληρωμή των δανειακών τους υποχρεώσεων.
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, το επίπεδο του δείκτη έχει σταθεροποιηθεί κοντά στις 7,5 μονάδες, ενώ από το δεύτερο τρίμηνο του 2014 διαπιστώνεται σταδιακή πτώση του δείκτη η οποία για το δεύτερο εξάμηνο του 2016 διαμορφώθηκε στο 7,3, δηλαδή στα επίπεδα του 2010. Ο βαθμός επίδρασης των επιμέρους συνιστωσών διαφοροποιείται ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες που ισχύουν σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους.
Πιο αναλυτικά, διαπιστώνεται ότι την περίοδο 2004 – 2008 ο δείκτης επηρεάζεται κατά κύριο λόγο από τους υψηλότερους ρυθμούς αύξησης των δανείων προς ιδιώτες σε σχέση με τις αυξήσεις στα εισοδήματα. Αντίθετα, από τις αρχές του 2009 έως και τα μέσα του 2010, ο ΔΕΧ μειώθηκε κυρίως λόγω της ραγδαίας μείωσης των επιτοκίων, συνέπεια των αποφάσεων της EKT λόγω της διεθνούς χρηματοοικονομικής κρίσης. Από τα τέλη του 2010 και έπειτα η απομόχλευση του ιδιωτικού τομέα και η πτώση των επιτοκίων αντιστάθμισαν εν μέρει τη μείωση των εισοδημάτων, γεγονός που διαπιστώνεται για το σύνολο του 2015 και το πρώτο εξάμηνο του 2016.
Ο Δείκτης Εξυπηρέτησης Χρέους των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων για την Ελλάδα, όπως ήταν αναμενόμενο και βάσει των ενδείξεων σε διεθνές επίπεδο, κινείται σε υψηλότερα επίπεδα από αυτό των νοικοκυριών. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι ο δανεισμός αποτελεί βασικό συστατικό της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Το δεύτερο τρίμηνο του 2016 διαμορφώθηκε στις 47,5 ποσοστιαίες μονάδες, παρουσιάζοντας σταδιακή αύξηση από τα τέλη του 2014, γεγονός που οφείλεται κυρίως στη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και όχι στις επιδράσεις των μεταβολών του χρέους και των επιτοκίων.
Επιπλέον, ο δείκτης διαμορφώνεται σε πολύ υψηλά επίπεδα αν ληφθούν υπ’ όψιν μόνο τα δάνεια τακτής λήξης τα οποία έχουν υπολειπόμενη διάρκεια τα 5,5 έτη. Αν ληφθεί υπ’ όψιν η διάρκεια που χρησιμοποιεί η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (13 έτη), o δείκτης διαμορφώνεται σε χαμηλότερα επίπεδα. Συγκριτικά με άλλες χώρες για τις οποίες έχει υπολογιστεί ο δείκτης από την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, η τρέχουσα πορεία του ελληνικού δείκτη εξυπηρέτησης χρέους για μεν τα νοικοκυριά έχει αρχίσει να συγκλίνει σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες προς το εύρος των 6,5-7,5 μονάδων.
Σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις διαπιστώνεται ότι τα τελευταία δύο έτη ο δείκτης στην Ελλάδα ακολουθεί ανοδική πορεία σε αντίθεση με τη μικρή αποκλιμάκωση που παρατηρείται σε ευρωπαϊκές χώρες. Παρ’ όλα αυτά η Ελλάδα συγκαταλέγεται στην κατηγορία των χωρών στις οποίες ο συνολικός δείκτης εξυπηρέτησης χρέους του ιδιωτικού τομέα βρίσκεται πολύ κοντά στο μέσο επίπεδο των ευρωπαϊκών χωρών του δείγματος που παρακολουθεί η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, καταλήγει η μελέτη της Τρ. Πειραιώς.