του Σπύρου Κτενά
«Πουθενά σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου, ο Ήλιος και η Σελήνη δεν συμβασιλεύουν τόσο αρμονικά, δεν μοιράζονται τόσο ακριβοδίκαια την ισχύ τους, όσο επάνω σε αυτό το κομμάτι γης που κάποτε, ποιος ξέρει σε τι καιρούς απίθανους, ποιος θεός, για να κάνει το κέφι του, έκοψε και φύσηξε μακριά, ίδιο πλατανόφυλλο καταμεσής του πελάγους. Μιλώ για το νησί, που αργότερα, όταν κατοικήθηκε, ονομάστηκε Λέσβος και που η θέση του, όπως τη βλέπουμε σημαδεμένη στους γεωγραφικούς χάρτες, δεν μοιάζει να ανταποκρίνεται και πολύ στην πραγματικότητα. Μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά μια δυο ώρες αφού το πλοίο της γραμμής εγκαταλείψει τη Χίο είναι σαν να εγκαταλείπει ολόκληρο τον γνωστό κόσμο. Μπαίνει σε θάλασσες που άξαφνα μοιάζουν ανεξερεύνητες και ο απροειδοποίητος ταξιδιώτης, που ταλαντεύεται με το ρυθμό της πρωινής φουσκοθαλασσιάς, κρατημένος από τα κάγκελα της γέφυρας, ατενίζει τον ορίζοντα με το ίδιο αίσθημα που θα είχε σε καιρούς αλλοτινούς ένας τυχερός θαλασσοπόρος».
Τα λόγια του Οδυσσέα Ελύτη στο μελέτημά του «Ο ζωγράφος Θεόφιλος» ηχούν παράξενα στο τοπίο των ημερών μας. Και όμως φωτίζουν τα πράγματα από μία άλλη οπτική γωνία, πέρα από τις αλλαγές που γίνονται στην επιφάνεια. Και εμείς μόνο «τυχεροί θαλασσοπόροι» νιώθουμε κάθε φορά που πέφτει πάνω μας το φως της Μυτιλήνης, του νησιού της Σαπφούς, του λυρικού ποιητή Αλκαίου, του πεζογράφου Στράτη Μυριβήλη, του Στρατή Ελευθεριάδη, του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου, του Ηλία Βενέζη, του ζωγράφου Γιώργου Βακιρτζή και του δάσκαλου-ποιητή Μιχάλη Χατζηπροκοπίου.
Δεν ξέρω γιατί αλλά το νησί αυτό πάντα με γοήτευε. Αν και Επτανήσιος, κάθε φορά που βρισκόμουν σε αυτό ένιωθα να αναπνέω έναν άλλο αέρα. Ένιωθα να βρίσκομαι σε έναν κόσμο όπου ο πολιτισμός, η ιστορία, ο πλούτος αλλοτινών εποχών ανακαταεύοταν με την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα των αρχοντικών του και την αυθεντική λαϊκότητα και ευγένεια των ανθρώπων του, τις μοναδικές γεύσεις των φαγητών του και την ανάσα της Ιωνίας…
Ίσως «έφταιξε» και το πρώτο μυθιστόρημα του Νίκου Θέμελη «Η αναζήτηση» που έτυχε να διαβάσω λίγες ημέρες πριν από το τελευταίο μου ταξίδι στη Μυτιλήνη. Σε αυτό ο συγγραφέας περιγράφει τη ζωή του Νικολή-εφέντη – κάπου στα τέλη του 19ου, αρχές 20ού αιώνα – φωτίζοντας το μικρασιατικό Ελληνισμό με επίκεντρο τη Μυτιλήνη, τη Σμύρνη και την Πόλη. Έτσι, από τις σελίδες του βιβλίου βρέθηκα ξαφνικά να γεύομαι τα μοναδικά γλυκά κουταλιού του «Πανελληνίου», του ιδιαίτερου καφενείου της προκυμαίας με πρόσοψη σε δύο παράληλους δρόμους νιώθοντας την ιστορία να σεργιανίζει σε κάθε γωνιά του και να διαχέεται στην ατμόφαιρά του…
Το μεγάλο λιμάνι με την προκυμαία σε κερδίζει από την πρώτη στιγμή με την «ντόλτσε βίτα» αύρα που εκπέμπει. Η πόλη της Μυτιλήνης έχει διατηρήσει λαμπρά δείγματα του παρελθόντος της. Την ίδια όμως στιγμή είναι μια οργανωμένη και ζωντανή πόλη, με έντονη νυχτερινή ζωή που καλύπτει όλες τις απαιτήσεις και τις ανάγκες των επισκεπτών της. Η αλήθεια είναι ότι το πιο ζωηρό κομμάτι των φιλοξενουμένων είναι οι περίπου δύο χιλιάδες Τούρκοι που επισκέπτονται καθημερινά το νησί, έχοντας στα μάτια και στη συμπεριφορά τους τη «δίψα» για την καθημερινή ζωή των γειτόνων τους.
Κλασικό σημείο συνάντησης των ντόπιων είναι η περιοχή γύρω από την πλατεία Σαπφούς αλλά και το υπόλοιπο μισό πέταλο του νέου νότιου λιμανιού με τα μπαράκια και τις καφετέριες, που κλέβουν την παράσταση από πολύ νωρίς το πρωί. Αυθεντικές γεύσεις, ωστόσο και ζεστό περιβάλλον συναντά κανείς και στο καφενείο του Κουτσομύτη στον «Συνοικισμό». Η αγάπη του κόσμου για το καλό και ποιοτικό φαγητό συναντιέται εδώ με το κέφι, το μεράκι και τις γεύσεις της Νίτσας που κάνουν τον κόσμο να παραμιλάει με τη διαφορετικότητα και την ποιότητα των μεζέδων της. Εδώ μπορεί να γευτεί κανείς μεγάλη ποικιλία από ελληνικά φαγητά, που σερβίρονται σε μικρά πιατάκια με τη συνοδεία του ούζου. Πρόκειται για ένα υπέροχο ζεστό κουτούκι με παραδοσιακή διακόσμηση και φιλικό περιβάλλον, με μια όμορφη και ατμοσφαιρική αυλή.
«Πάνω» από την πόλη στέκουν πάντα εμβληματικά το μεγαλόπρεπο κάστρο, ο ναός του Αγίου Θεράποντα με τον εντυπωσιακό τρούλο του και στην άκρη του λιμανιού το Άγαλμα της Ελευθερίας.
(ένα εκπληκτικό video της Aegean Airlines για το νησί)
https://www.youtube.com/watch?v=sqoOfbFZqEE
Τα “πυργέλια”
Αν υπάρχει όμως κάτι που αντιπροσωπεύει την ιστορία πλούτου που βίωσε κάποτε το νησί, αυτό δεν είναι άλλο από τα «πυργέλια», τα μοναδικά αρχοντικά που αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα του αρχιτεκτονικού πλουραλισμού των κτισμάτων. Σήμα κατατεθέν της οικιστικής του ταυτότητας είναι τα εξαίσια αυτά κτίσματα, που αποτελούν και την απόδειξη της οικονομικής ευρωστίας που έζησε στο παρελθόν το νησί. Τα περισσότερα από αυτά χτίστηκαν στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα από καραβοκύρηδες και πλούσιους αστούς εμπόρους, οι οποίοι, εκμεταλλευόμενοι την καίρια εμπορική θέση του νησιού μεταξύ Ανατολής και Δύσης, συσσώρευσαν πλούτο από τις οικονομικές τους δραστηριότητες. Τα «πυργέλια» συνδυάζουν στοιχεία της κλασικής ελληνικής και της δυτικοευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής. Αποτελούνται από σοφίτες, μαρμάρινες διακοσμήσεις, σαχνισιά και τζαμωτά, εκπληκτικούς κήπους, μαρμάρινες σκάλες, ζωγραφιστά ταβάνια, τοιχογραφίες και λιθόστρωτα.
Σε ένα από τα μοναδικά αυτά αρχοντικά – στην αρχή της παραλιακής λεωφόρου που συνδέει την πόλη της Μυτιλήνης με το αεροδρόμιο –, που έχει ανακαινίσει μία από τις πλουσιότερες και πιο παραδοσιακές οικογένειες του νησιού, πήραμε μια γεύση όχι μόνο του ζωντανού παρελθόντος αλλά και των εδεσμάτων της κυρα-Χρυσούλας. Είχε βάλει όλη την τέχνη της για να ετοιμάσει κολοκυθοανθούς γεμιστούς με ρύζι, ντολμαδάκια με πρόβειο γιαούρτι από το Μανταμάδο, αμπελοφάσουλα σοταρισμένα με βούτυρο, φαγκρί, λακέρδα, μπακαλιάρο και χειροποίητες τούρτες…
Είναι αλήθεια ότι ανάλογα εντυπωσιακά αρχοντικά βλέπει κανείς τόσο μέσα στην πόλη, στην περιοχή Σουράδα, Κιόσκι, Βαρειά, όσο και σε χωριά του νησιού, στον Μόλυβο, στο Πλωμάρι, στον Πολιχνίτο, στα χωριά της Γέρας, στην Αγία Παρασκευή και αλλού. Μάλιστα κάποια από αυτά τα αρχοντικά έχουν αναπαλαιωθεί και διαμορφωθεί σε θαυμάσια τουριστικά καταλύματα, όπως για παράδειγμα ο Πύργος της Μυτιλήνης και το Αρχοντικό της Μυτιλήνης.
Ξεχωριστή περίπτωση αρχοντικών της λεσβιακής αρχιτεκτονικής παράδοσης είναι οι πύργοι που χτίζονταν σε αγροτικές περιοχές κοντά στην πόλη της Μυτιλήνης και αποτελούσαν τη δεύτερη κατοικία πλούσιων αστών. Συχνό οικιστικό μοτίβο του νησιού είναι επίσης τα λαϊκότερα – αστικά ωστόσο – πετρόκτιστα σπίτια με κεραμοσκεπή και σαχνισί, η φυσιογνωμία των οποίων ταυτίζεται με αυτά της απέναντι μικρασιατικής ακτής.
Με προορισμό τη Μουριά του Μυριβήλη…
Αφήνοντας πίσω μας την πόλη, πιάνουμε τον παραλιακό δρόμο από την ανατολική πλευρά του νησιού. Πάνω από την κωμόπολη της Θερμής στο ύψωμα «Καρυές» περνάμε από το μοναστήρι του Αγίου Ραφαήλ με τη μοναδική στο νησί διώροφη εκκλησία και την εκπληκτική αίγλη του σε όλον το χριστιανικό κόσμο. Εδώ φυλάσσονται τα λείψανα των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, που μαρτύρησαν στα χέρια των Τούρκων και τα οστά τους βρέθηκαν ύστερα από οράματα πιστών.
Αφού περάσουμε τη Λουτρόπολη Θερμής, ο δρόμος μάς οδηγεί διαδοχικά στα Μυστεγνά, στη Σκάλα Μυστεγνών, στις Νέες Κυδωνίες και στη Σκάλα Νέων Κυδωνιών. Λίγο μετά τις Νέες Κυδωνίες συναντάμε την Πεδή, μια μικρή όμορφη παραλία με πεντακάθαρα νερά.
Ο δρόμος συνεχίζει παράλληλα προς την παραλία ενώ μικρός δρόμος προς τα ανατολικά οδηγεί διαδοχικά στην παραλία του Ασπροποτάμου, στον διατηρητέο οικισμό των Τσουκαλάδων, του Αγίου Στεφάνου, ενώ ακριβώς απέναντι υπάρχουν τα μικρά ψαρονήσια Τοκμάκια.
Στη συνέχεια και σε απόσταση 6,5 χλμ. προσεγγίζουμε τον επόμενο προορισμό μας, την κωμόπολη του Μανταμάδου με έντονα τα στοιχεία της παράδοσης και του θρησκευτικού αισθήματος. Λίγο έξω από τον Μανταμάδο, βρίσκεται χτισμένο το μοναστήρι του αρχαγγέλου Μιχαήλ ενώ σε μια απόσταση περίπου 7 χλμ. προς τα δυτικά υπάρχει η παραλία Τσακμάκια.
Από τον Μανταμάδο ο δρόμος συνεχίζει βόρεια προς το ορεινό χωριό Κάπη, όπου ένας δευτερεύων μικρός δρόμος οδηγεί στη γραφική παραλία «Λιμάνι» ενώ προς τα δυτικά στα γραφικά ορεινά χωριά Πελόπη και Υψηλομέτωπο. Συνεχίζοντας στην κύρια οδική αρτηρία, οδηγούμαστε στο χωριό Κλειώ. Ο δρόμος από την Κλειώ μάς οδηγεί στη γραφική παραλία «Τσόνια» ενώ προχωρώντας προς τα βορειοδυτικά καταλήγουμε στο γραφικό χωριό Συκαμιά.
Σε μια απόσταση 2,5 χλμ. κατεβαίνουμε στη γραφική Σκάλα Συκαμιάς, με την εκκλησία της Παναγιάς της Γοργόνας χτισμένη σε βράχο. Εδώ στη Σκάλα Συκαμιάς, κάτω από τη θρυλική Μουριά ο πασίγνωστος συγγραφέας Στράτης Μυριβήλης αποτύπωνε στο χαρτί τα δρώμενα αλλά και τις ιστορίες που του διηγόταν ο πατέρας του Πατσού, ο Φόρτης. Κάτω από το θεόρατο δέντρο, ηλικίας άνω των 130 χρόνων, αξίζει να πιει κανείς το καφεδάκι του για να ξαναφέρει στο μυαλό του τα λόγια του Μυριβήλη: «…όλοι οι νοικοκυραίοι εδώ έπαιρναν τον καφέ τους. Τότε προτιμούσαν τον Φόρτη, γιατί η κιμωλία που τραβούσε τα βερεσέδια πίσω από την πόρτα ποτές δεν είχε διχάλα στην άκρη, ούτε ο καφές του δεχόταν ένα κουκούτσι κριθάρι. Και το ρακί του, πάντα διπλά και τριπλά αποσταγμένο τσίπουρο. Εξάλλου όλοι αγαπούσαν να ακούνε τις γουστόζικες ιστορίες του, που όσο και να πάλιωναν, πάντα είχαν τη νοστιμάδα τους και ποτές δεν έλεγαν να τελειώσουν…».
Στον γοητευτικό Μόλυβο
Ο γοητευτικός Μόλυβος είναι ο επόμενος σταθμός μας. Η εικόνα της πόλης που ξεκινάει από το επιβλητικό κάστρο για να «χυθεί» στην κυριολεξία στη θάλασσα, σου κόβει την ανάσα αφού η απαράμιλλη φυσική ομορφιά παντρεύεται με αυτή των γραφικών σπιτιών του.
Τα σπίτια του οικισμού με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, κατασκευασμένα από πέτρα και ξύλο και βαμμένα με έντονα χρώματα, σε συνδυασμό με το επιβλητικό βυζαντινό κάστρο που δεσπόζει στην κορυφή του λόφου, δημιουργούν ένα γραφικό περιβάλλον.
Οι πλακόστρωτοι δρόμοι, τα μονοπάτια που οδηγούν στις παλιές γειτονιές, οι εκκλησίες και οι καταπληκτικές ακρογιαλιές ολοκληρώνουν μια ασύλληπτη εικόνα. Το στοιχείο ωστόσο που κυριαρχεί στην τοποθεσία είναι το κάστρο του Μολύβου. Αυτό βρίσκεται στη θέση της αρχαίας Μήθυμνας και αποτελεί το δεύτερο σε μέγεθος και σημασία κάστρο του νησιού. Οικοδομήθηκε κατά τη διάρκεια της βυζαντινής εποχής στα απομεινάρια αρχαίων εκτεταμένων τειχών με σκοπό την αντιμετώπιση επιδρομών Φράγκων και Τούρκων. Χτισμένο με κόκκινο και καφέ τραχείτη, το κάστρο του Μολύβου κατείχε στρατηγικής σημασίας θέση, αφού επέτρεπε τον έλεγχο του βόρειου περάσματος προς τον Αδραμυττηνό κόλπο.
Η πρόσβαση στο κάστρο γίνεται μέσω τριών διαδοχικών πυλών. Η εξωτερική ανοίγεται στο νοτιότερο άκρο του εξωτερικού περιβόλου και χρονολογείται από την οθωμανική περίοδο. Σε μικρή απόσταση η δεύτερη είσοδος οδηγεί σε έναν υπαίθριο χώρο, ο οποίος προστατεύεται από τα τείχη. Η τρίτη κατά σειρά πύλη, που αποτελεί την κύρια είσοδο του κάστρου και χρονολογείται από τον 14ο αι., συναντάται ανεβαίνοντας το καλντερίμι. Ενδιαφέρουσα είναι η ξύλινη με μεταλλική επένδυση θύρα που κλείνει την είσοδο (οθωμανικής περιόδου). Στο εσωτερικό του κάστρου τα σωζόμενα κτίρια χρονολογούνται από την οθωμανική περίοδο. Ένα από αυτά είχε πιθανότατα χρήση πυριτιδαποθήκης.
Στο κάστρο έχουν γίνει εργασίες στερέωσης και συντήρησης. Σήμερα θεωρείται ένα από τα καλύτερα διατηρημένα κάστρα της ανατολικής Μεσογείου, αποτελεί το σημαντικότερο επισκέψιμο μνημείο και παραχωρείται στο Δήμο Μήθυμνας για διοργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων.
Από το κάστρο, που βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο του οικισμού, κατηφορίσαμε ως το λιμάνι που είναι χτισμένο πάνω στον αρχαίο λιμένα «Σκάλα». Ήταν ένα από τα τρία μεγάλα διαμετακομιστικά λιμάνια του νησιού καθ’ όλη τη διάρκεια των αιώνων ως και τη μικρασιατική καταστροφή. Παλιές αποθήκες και μικρά βιομηχανικά κτίρια της ακμής της πόλης κατά τον 18ο και 19ο αιώνα στεγάζουν σήμερα εστιατόρια, τουριστικές υπηρεσίες αλλά και χώρους πολιτισμού μεταξύ των οποίων και η Στέγη Γραμμάτων «Στ. Τρύφων».
Η θέα του Μολύβου είναι μαγευτική κάθε ώρα, τα λόγια περισσεύουν όμως όταν έχει πανσέληνο. Οι χρωματιστές βάρκες, οι τράτες που ξεφορτώνουν τα ψάρια, τα απλωμένα δίχτυα σε πάνε σε άλλες εποχές…
114 σκαλιά ως την Παναγιά Γλυκοφιλούσα
Από τον Μόλυβο κατευθυνόμαστε στη μαγευτική όσο και κοσμοπολίτικη Πέτρα, όπου δεσπόζει η εκκλησία της Παναγιάς της Γλυκοφιλούσας. Σκαρφαλωμένη πάνω σε βράχο, πρέπει ο επισκέπτης να ανεβεί 114 σκαλοπάτια – έχουν λαξευτεί στη βορεινή του πλευρά – για να προσκυνήσει.
Η περίοπτη εκκλησία είναι τρίκλιτη βασιλική με νάρθηκα. Στο εσωτερικό της σώζονται σπάνιες βυζαντινές εικόνες και ένας εξαιρετικής αισθητικής ξυλόγλυπτος επισκοπικός θρόνος. Στην ίδια θέση πιθανολογείται ότι υπήρχε μικρότερος ναός από τον 15ο αιώνα. Στη θέση του χτίστηκε τον 17ο αιώνα μεγαλύτερη εκκλησία με κελιά. Η ανακαίνιση του ναού στη μορφή που παρουσιάζεται σήμερα έγινε με σουλτανικό φιρμάνι το 1840 από τον καταγόμενο από την Ανεμώτια πρωτομάστορα Στρατή Καρέκο. Αποτελεί σημαντικό προσκύνημα του νησιού και τόπο έλξης επισκεπτών κατά την ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής και της περιφοράς του Επιταφίου.
Σε μικρή απόσταση από την εκκλησία της Παναγίας βρίσκεται και ο ναός του Αγίου Νικολάου, ένα όμορφο μικρό μνημείο κοντά στον τεράστιο πλάτανο του χωριού. Πρόκειται για μονόκλιτη βασιλική του 17ου αιώνα, στις τοιχογραφίες της οποίας ξεχωρίζει η σπάνια και ίσως μοναδική σε ναό απεικόνιση της στιγμής του αυτοαπαγχονισμού του Ιούδα.
Απολιθωμένο δάσος
Tο Σίγρι είναι γνωστό για το απολιθωμένο δάσος αλλά και για το μοναδικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του νησιού. Tο απολιθωμένο δάσος αποτελεί ένα από τα ωραιότερα μνημεία γεωλογικής κληρονομιάς σε παγκόσμια κλίμακα. Απλώνεται στο βορειοδυτικό τμήμα της Λέσβου, σε μια περιοχή που καλύπτεται σχεδόν αποκλειστικά από πετρώματα ηφαιστειακής προέλευσης. H προστατευόμενη περιοχή του έχει έκταση 150 στρέμματα.
H δημιουργία του οφείλεται στην έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα που εκδηλώθηκε στην ευρύτερη περιοχή του βορειοανατολικού Αιγαίου πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια. Οι ηφαιστειακές εκρήξεις εκείνης της περιόδου προκάλεσαν την έξοδο τεράστιων ποσοτήτων λάβας και στάχτης από το εσωτερικό της γης, με αποτέλεσμα η περιοχή της κεντρικής Λέσβου γύρω από τα ηφαιστειακά κέντρα να σκεπαστεί με πυρακτωμένη λάβα, ενώ οι πιο απομακρυσμένες περιοχές με παχύ στρώμα στάχτης.
Άφθονοι απολιθωμένοι κορμοί – σε πολύ καλή κατάσταση – εντοπίζονται υποθαλάσσια, σε βάθος μέχρι και 30 μέτρων. H μεγαλύτερη συγκέντρωσή τους καταγράφεται δυτικά της μικρής νησίδας Nησιώπης, απέναντι από το Σίγρι. Στο βυθό έχουν βρεθεί κορμοί με διάμετρο μέχρι και δυόμισι μέτρα. Τα συγκεκριμένα ευρήματα επιβεβαιώνουν την ερευνητική υπόθεση της «συνέχειας» του απολιθωμένου δάσους στη συγκεκριμένη υποθαλάσσια περιοχή.
Τα τελευταία χρόνια, από τις συστηματικές ανασκαφές που πραγματοποιούνται εδώ, εκτός από τους απολιθωμένους κορμούς, έρχονται στο φως οι ρίζες, οι καρποί, τα κλαδιά και τα φύλλα των δέντρων.
Η Αγιάσος, ο «Κακούργος» και τα κάστανα…
Όταν είχα πρωτοεπισκεφθεί την Αγιάσο, ο «Κακούργος» ζούσε. Ο Γιάννης Σουσαμλής ή «Κακούργος» έπαιζε το μαγικό σαντούρι του – άλλοτε μόνος του άλλοτε με συνοδεία κιθάρας –, ξυπνώντας μοναδικές μνήμες από ακούσματα της Εγγύς Ανατολής. Το 1996 με λύπη έμαθα ότι ο «Κακούργος» δεν υπήρχε πια. Τα ταξίμια του όμως και οι παραδοσιακοί σκοποί που ο ίδιος έπαιζε με το σαντούρι έχουν για πάντα αιχμαλωτιστεί στις κασέτες – και σήμερα σε ψηφιακή μορφή – που ο ίδιος πουλούσε για να ζήσει…
Μαζί με τους ήχους από το σαντούρι του «Κακούργου» έχει επιβιώσει και η παράδοση στην εκπληκτική Αγιάσο, που είναι χτισμένη στο εσωτερικό του νησιού στις πλαγιές του Όλυμπου και η οποία αποτελεί έναν γνήσιο οικισμό στη Λέσβο, που διατηρεί αναλλοίωτα τα στοιχεία της παραδοσιακής της αρχιτεκτονικής.
Βρεθήκαμε ξανά στο ορεινό αυτό χωριό για να επισκεφθούμε αρχικά την Παναγία της Αγιάσου, όπου υπάρχει και η γνωστή εικόνα της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας. Περιηγηθήκαμε στον περίφημο Καστανιώνα του Ολύμπου, βιώνοντας μια ξεχωριστή εμπειρία και θαυμάζοντας την επιβλητικότητα της φύσης. Στη βλάστηση της περιοχής υπάρχουν επίσης εκτεταμένα δάση τραχείας πεύκης (pinus brutia) στα δυτικά του οικισμού. Είναι ο μοναδικός που αποτελεί σημαντική δασική έκταση πάνω στο νησί.
Αρκετά δημοφιλής είναι επίσης η «Γιορτή κάστανου», η οποία έχει καταφέρει να γίνει γνωστή σε όλο το νησί – και όχι μόνο – αποκτώντας φανατικούς οπαδούς, που περιμένουν την ημέρα εκείνη ως αφορμή για μια χειμερινή ορεινή απόδραση, μια βόλτα στα στενά της Αγιάσου αλλά και μια περιήγηση στα μονοπάτια του Καστανιώνα.
Αν είσαι λάτρης της λαογραφικής τέχνης, η Αγιάσος αποτελεί το μεγαλύτερο κέντρο χειροτεχνικής παράδοσης του νησιού με μεγάλη ποικιλία υφαντών, ξυλόγλυπτων και κεραμικών. Και αν στο τέλος της περιήγησης νιώσεις κατάκοπος, στο «Καφενείο των Θεόφιλων» ή στο «Καφενείο του Γιαννάκη» μπορείς να απολαύσεις έναν καφέ στη χόβολη ή – ακόμη καλύτερα – ένα καϊνάρι για να βυθιστείς σε μια εξωτική, έντονη γεύση από κανέλα, μπαχάρι, τζίντζερ, galangal, τσάι του βουνού, φασκόμηλο, γαρίφαλο και φλούδες πορτοκαλιού…
Στα βιομηχανικά κτίρια του Περάματος…
Απομεινάρια της έντονης οικονομικής δραστηριότητας της Λέσβου τον 19ο αι. θαυμάσαμε στον τελευταίο σταθμό του εκπλητικού οδοιπορικού μας στη Μυτιλήνη, που δεν ήταν άλλος από το Πέραμα. Πήρε το όνομά του από την τοποθεσία του, που βρίσκεται στο πέρασμα από τη Δυτική στην Ανατολική όχθη του στομίου του κόλπου της Γέρας. Από εδώ ξεκινούσαν τα καΐκια για την απέναντι ακτή, την Κουντουριδιά. Το Πέραμα θεωρείται επίνειο των χωριών της Γέρας. Παλαιότερα αποτελούσε το βιοτεχνικό κέντρο της περιοχής, γεγονός που μαρτυρούν τα επιβλητικά πετρόκτιστα κτίρια με τις καμινάδες τους. Το λιμάνι έσφυζε από ζωή και κίνηση. Εκεί βρισκόταν το συγκρότημα των Βυρσοδεψείων Σουρλάγκα, που ήταν το μεγαλύτερο των Βαλκανίων και αποτελούσε ένα ελληνικό επίτευγμα επιχειρηματικής τόλμης της εποχής του. Έκλεισε τη δεκαετία του 1980 λόγω της μόλυνσης που προκαλούσε στον κόλπο. Σήμερα στη γύρω περιοχή υπάρχουν πολλά γραφικά εξοχικά των κατοίκων των χωριών της Γέρας, οι «κατούνες» όπως είναι γνωστά.
Ανάλογα βιομηχανικά κτίρια είτε αυτοτελή μσυγκροτήματα από πέτρα ή τούβλο υπάρχουν διάσπαρτα σε όλη την επικράτεια του νησιού, όπως ελαιοτριβεία, αλευροποιεία, σαπωνοποιεία και βυρσοδεψεία. Πέραμα, Παναγιούδα, Παλαιόκηπος, Αγιάσος…
Σήμερα κάποια από αυτά έχουν αξιοποιηθεί. Το Ελαιοτριβείο Βρανά στη Γέρα και το Μουσείο Βιομηχανικής Ελαιουργίας στην Αγία Παρασκευή λειτουργούν ως μουσεία, τα ελαιοτριβεία στον Μανταμάδο και στο Πλωμάρι ως πολυχώροι εκδηλώσεων, ενώ στη Σκάλα Λουτρών το παλιό ελαιοτριβείο έχει διαμορφωθεί σε ξενοδοχείο («Ζαΐρα»).
Μια άλλη μορφή βιομηχανικού κτιρίου πιο «ελαφριάς» μορφής είναι φυσικά οι υδρόμυλοι, ένας μεγάλος αριθμός των οποίων σώζεται σε όλο το νησί. Οι περισσότεροι είναι του 18ου και 19ου αιώνα και χρησιμοποιούνταν ως επί το πλείστον στην αλευροβιομηχανία