Η σημερινή παραγωγική συγκυρία και ανάγκη ανασυγκρότησης απαιτούν επιτελικές δομές με δυνατότητα συντονισμού, και επιτάχυνσης πολιτικών και αποτελεσμάτων. Αυτό δείχνει και η διεθνής εμπειρία. Καθώς η ελληνική οικονομία αναζητεί ακόμη την έξοδο από την κρίση, γίνεται σταδιακά κατανοητό ότι το ζητούμενο δεν μπορεί να είναι άλλο από τη δημιουργία εύρωστης και ανταγωνιστικής παραγωγικής βάσης.
Ταυτόχρονα, το ερώτημα ποιοι κλάδοι και δραστηριότητες μπορούν πραγματικά να εκφράσουν το αίτημα για εξωστρέφεια και καινοτομία γίνεται όλο και πιο επιτακτικό.
Το περιβάλλον που ζούμε και επιβάλλεται να ζούμε κινείται με γοργούς ρυθμούς προς μια νέα βιομηχανική πολιτική. Μια παραπέρα βιομηχανική ανάπτυξη που θέτει φιλόδοξους στόχους και κινητοποιεί χρηματοδοτικούς και επενδυτικούς πόρους, ώστε να αναστραφεί το κύμα αποβιομηχάνισης που σαρώνει την ήπειρο.
Κοιτάζοντας όμως ταυτόχρονα την Ελλάδα τι παρατηρούμε.
Ότι ενώ έχει ανάγκη την παραγωγή, την εξωστρέφεια, την καινοτομία και τις σταθερές θέσεις εργασίας, δεν διαθέτουμε στοιχειώδεις αρχές βιομηχανικής πολιτικής, ούτε θεσμικό συνομιλητή των επιχειρήσεων με το κράτος.
Και όμως, η βιομηχανία και η μεταποίηση λειτουργούν πολλαπλασιαστικά για την οικονομία όσο κανένας άλλος τομέας.
Οι βιομηχανικές χώρες εμφανίζουν συστηματικά πολύ καλύτερες αναπτυξιακές επιδόσεις, συγκριτικά με τις χώρες χωρίς ιδιαίτερη βιομηχανική εξειδίκευση.
Ο βιομηχανικός τομέας καινοτομεί και εξάγει πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον τομέα, με μερίδιο 65% στην έρευνα και καινοτομία και 57% στις εξαγωγές πανευρωπαϊκά.
Η μεγαλύτερη όμως συνεισφορά της βιομηχανίας και της μεταποίησης αφορά στην απασχόληση, τόσο στην άμεση απασχόληση όσο και την έμμεση.
Στην Ελλάδα, δυστυχώς χάσαμε το τρένο της ανταγωνιστικότητας στα χρόνια της εύκολης ανάπτυξης (που βασίσθηκε στην κατανάλωση με δανεικά) και επιτρέψαμε τη ραγδαία αποβιομηχάνιση της οικονομίας μας.
Η απο-επένδυση στα χρόνια της κρίσης σε συνδυασμό με την υπερ-φορολόγηση και τις ασυνάρτητες πολιτικές στο χώρο της ενέργειας, έφεραν σε ακόμη χειρότερη θέση τον κλάδο της βιομηχανίας και της μεταποίησης.
Παρ όλα αυτά, ακόμη και σήμερα, η βιομηχανία παραμένει ο δεύτερος μεγαλύτερος κλάδος σε συνεισφορά στο ΑΕΠ και ο τρίτος μεγαλύτερος σε απασχόληση, από όλους τους κλάδους παραγωγής.
Στην κρισιμότερη καμπή της κρίσης η χώρα μας βρίσκεται αντιμέτωπη με δυο ταυτόχρονες και καίριες προκλήσεις. Η μια είναι η ανάγκη άμεσης εφαρμογής όλων των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικών προσαρμογών της συμφωνίας με τους εταίρους.. Η δεύτερη στην εκπόνηση και υλοποίηση των πολιτικών που θα λειτουργήσουν ως αναπτυξιακό αντίβαρο, αξιοποιώντας τις πολλές ευκαιρίες που υπάρχουν, με στόχο την επιτάχυνση της επιστροφής σε υγιείς ρυθμούς ανάπτυξης.
Κεντρικό στοιχείο τους πρέπει να είναι η στήριξη της βιομηχανίας και της μεταποίησης ως βασικά συστατικά μιας εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής.
Και αυτό γιατί η βιομηχανία είναι διαχρονικά ένας ισχυρός πυλώνας της ελληνικής οικονομίας που δημιουργεί διατηρήσιμες και ποιοτικές θέσεις εργασίας.
Όμως, η ανταπόκριση μας στις μεταρρυθμιστικές και αναπτυξιακές προκλήσεις απαιτούν δυναμική πολιτική παρέμβαση και ένα νέο τρόπο αντιμετώπισης της βιομηχανίας και της μεταποίησης στην εθνική οικονομία.