Ο κ. Πάνος Σκαρλάτος, γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Χημικών Βιομηχανιών καθώς και του αντίστοιχου Συνδέσμου των Εταιρειών Χρωμάτων, μιλά για την υπεραξία των 2 δισ. ευρώ που παράγεται από τις επιχειρήσεις του τομέα.
Συνέντευξη στο TIMETV
Yπεραξία της τάξεως των 2 δισ. ευρώ παράγεται κάθε χρόνο από την ελληνική χημική βιομηχανία ενώ περίπου το 44% αυτής της υπεραξίας αφορά την εξωστρέφεια. Αυτό προκύπτει από τη συνομιλία μας με έναν ξεχωριστό καλεσμένο, έναν άνθρωπο που έχει αφιέρωσε μερικές δεκαετίες στην υπηρεσία της ελληνικής βιομηχανίας. Ο κ. Πάνος Σκαρλάτος, γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Χημικών Βιομηχανιών καθώς και του αντίστοιχου Συνδέσμου των Εταιρειών Χρωμάτων αποκαλύπτει πώς επιβίωσε η χημική βιομηχανία στην Ελλάδα αλλά και τις σημαντικές προσδοκίες που έχουν επενδυθεί στον στρατηγικής σημασίας αυτόν τομέα της οικονομίας. Ας τον ακούσουμε:
Κύριε Σκαρλάτε, σας ευχαριστούμε για την αποδοχή της πρόσκλησης να μιλήσουμε για τις χημικές βιομηχανίες στη χώρα μας και πώς πολέμησαν την περίοδο της κρίσης.
Εγώ να ευχαριστήσω και να σας συγχαρώ για την εμμονή σας να προβάλλετε τον επιχειρηματικό κόσμο και τις επιχειρήσεις μας, οι οποίες άρχισαν να υφίστανται τις συνέπειες της κρίσης από το 2008, όταν κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν τη μεγάλη άνοδο των τιμών των πρώτων υλών. Οι χημικές βιομηχανίες της χώρας πραγματικά το παλεύουν, ανθίστανται και μπορούμε να πούμε ότι αναμένουν πώς και πώς να έρθει η στιγμή ώστε να εκτιναχθούν. Γιατί πραγματικά βλέπουμε προοπτικές.
Ακούμε συχνά να υποστηρίζεται ότι η Ελλάδα δεν παράγει τίποτε, δεν έχει βιομηχανική παραγωγή, δεν έχει ουσιαστικές εξαγωγικές επιδόσεις. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η ελληνική βιομηχανία έχει χάσει πολύ έδαφος. Από αυτή τη θύελλα αποβιομηχάνισης του τόπου έχει μείνει κάποιο υγιές τμήμα; Ποια είναι η θέση της χημικής βιομηχανίας μετά την πολυετή κρίση που διέρχεται η ελληνική επιχειρηματικότητα;
Δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι η χημική βιομηχανία είναι ένας εκ των κλάδων της ελληνικής επιχειρηματικότητας που επέδειξε αντοχές. Και μαζί με αυτόν όλοι οι επί μέρους κλάδοι που τροφοδοτούνται από αυτήν.
Όπως;
Όπως η γεωργία με τα φυτοφάρμακα και τα λιπάσματα τα οποία παράγουμε. Επίσης η βιομηχανία μετάλλου με τα προϊόντα κατεργασίας, με τα προϊόντα βαφής. Η βιομηχανία της κατασκευής με τα πρόσθετα του τσιμέντου, όλα αυτά τα προϊόντα τα οποία βελτιώνουν τις ιδιότητες των δομικών υλικών. Η χρωματοβιομηχανία, η οποία προστατεύει τα αντικείμενα φτιάχνοντας και τη διάθεσή μας. Υπάρχουν δηλαδή κάποιοι κλάδοι που υποστηρίζονται από τη χημική βιομηχανία. Σε μια περίοδο αποβιομηχάνισης η σχέση μας με άλλους κλάδους αποτέλεσε ευχή αλλά και κατάρα για εμάς, διότι η πορεία μας ήταν σε άμεση εξάρτηση με αυτούς. Δείτε, για παράδειγμα, την περίπτωση της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας, η οποία όντως υπέστη ένα βαρύ πλήγμα τα τελευταία χρόνια. Πρακτικά αυτό οδήγησε τη χημική βιομηχανία σε μια απώλεια κύκλου εργασιών και εσόδων. Αυτή όμως ήταν η μία όψη του νομίσματος. Από την άλλη πλευρά, η χημική βιομηχανία παρέμεινε συνεπής στην ιδέα της καινοτομίας, στην ανάπτυξη νέων υλικών, νέων υπηρεσιών και στη λήψη μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος. Δημιούργησε έτσι νέα πεδία εντάσεως γνώσης που της επέτρεψαν να καλύψει νέες ανάγκες. Δεν μπορούμε βέβαια να ισχυριστούμε ότι περάσαμε αλώβητοι τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα την περίοδο 2008-2014.
Είχατε απώλειες εσόδων;
Είχαμε απώλεια τζίρου σε ποσοστό λίγο μικρότερο από το ποσοστό μείωσης του εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ). Παρά τις απώλειες, το διάστημα 2013-2014 είδαμε μια σταθεροποίηση της κατάστασης – να δούμε το 2015 πώς θα πάει. Με δυο λόγια, αισθανθήκαμε αυτό που λέμε ότι ξύσαμε τον πάτο του βαρελιού και ότι αρχίσαμε να ανεβαίνουμε. Διατηρούμε έτσι την αισιοδοξία μας ότι θα δημιουργηθούν τελικά αυτές οι συνθήκες που θα μας οδηγήσουν στο να διεκδικήσουμε ένα ικανοποιητικό μερίδιο στη μεγάλη αγορά της Ευρώπης. Επίσης να εκμεταλλευθούμε το πλεονέκτημα που έχουμε στις αγορές γύρω από τη λεκάνη της Μεσογείου και στις άλλες εθνικές αγορές που μας εμπιστεύονται. Είναι αλήθεια ότι η δραστηριοποίησή μας σε αγορές εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν για εμάς κάποια μειονεκτήματα, αφού τα προϊόντα μας υπακούουν σε υψηλές προδιαγραφές κατασκευής, άρα υψηλότερου κόστους, γεγονός που δεν ισχύει για τους ανταγωνιστές μας. Και σε αυτές τις αγορές όμως κάνουμε καλή δουλειά.
Ποιο ποσοστό εξωστρέφειας κατέχει ο κλάδος σας;
Ο κλάδος μας είναι πάνω από 40% εξωστρεφής. Βεβαίως το εμπορικό ισοζύγιο είναι αρνητικό διότι εμείς δεν παράγουμε πολλές βασικές πρώτες ύλες ούτε έχουμε κάποια πετροχημικά – κάτι παράγουν τα Ελληνικά Πετρέλαια αλλά η παραγωγή αυτή είναι σχετικά περιορισμένη –, όμως αυτό δεν μας εμποδίζει αν βρούμε το δρόμο μας και να πούμε ότι ξεκινάμε από κάποιες πρώτες ύλες που δημιουργούν μια προστιθέμενη αξία για τον επόμενο χρήστη.
Πάντως είναι θετικό ότι μεγάλο κομμάτι των εξαγωγών σας αφορά τις άλλες αγορές της Ευρώπης, που σημαίνει ότι η ποιότητα των παραγόμενων στην Ελλάδα χημικών προϊόντων είναι υψηλού επιπέδου.
Με προλάβατε και χαίρομαι για τη διεισδυτικότητα αυτής της σκέψης. Πράγματι το 63% των εξαγωγών μας αφορά τις αγορές των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πράγμα που κατ’ αρχάς σημαίνει ότι η παραγωγή των ελληνικών προϊόντων είναι απολύτως εναρμονισμένη με τις προδιαγραφές που ορίζει η ευρωπαϊκή νομοθεσία και η οποία δεν είναι καθόλου αμελητέα για τη χημική βιομηχανία. Από πλευράς εφαρμογών και ποιότητας τα προϊόντα της ελληνικής χημικής βιομηχανίας βρίσκονται σε πολύ υψηλό επίπεδο. Άρα στο θέμα της ποιότητας καθώς επίσης και – σε ένα βαθμό – της καινοτομίας μπορώ να ισχυριστώ ότι ανταγωνιζόμαστε επάξια τις αντίστοιχες επιχειρήσεις των ευρωπαϊκών χωρών. Βεβαίως έχουμε αδυναμίες, περισσότερο στο περιβάλλον που δραστηριοποιούμεθα: η αποβιομηχάνιση που προαναφέραμε και η μείωση του κύκλου εργασιών μας αδυνάτισε τις εταιρείες μας, που διαφορετικά θα είχαν μια πιο ισχυρή παραγωγική βάση. Παρ’ όλα αυτά οι επιχειρήσεις έδειξαν μια αξιοσημείωτη αντοχή στην παρατεταμένη κρίση. Βεβαίως είναι λιγότερες αφότου ξεκίνησε η κρίση – ίσως ένα 15% των επιχειρήσεων να μη βρίσκονται πλέον στο προσκήνιο –, άλλωστε οι χημικές βιομηχανίες δεν είναι κρατικοδίαιτες εταιρείες ούτε ζουν από κρατικά συμβόλαια.
Μιλώντας πρόσφατα με εκπρόσωπο του τουρισμού, ανέφερε ότι η Ελλάδα βρίσκεται στις πρώτες θέσεις ανταγωνιστικότητας σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες του πλανήτη στον τομέα της τουριστικής οικονομίας. Αντιθέτως στη βιομηχανία, από άποψη ανταγωνιστικότητας, η χώρα μας είναι στις πιο χαμηλές θέσεις. Οδηγήθηκε έτσι στο συμπέρασμα ότι δεν χρειάζεται να επιμείνουμε στη βιομηχανία εφόσον είμαστε καλοί στον τομέα που λέγεται τουρισμός. Εσείς τι λέτε;
Θα σας πω. Κατ’ αρχήν εύχομαι στην τουριστική βιομηχανία να συνεχίσει τη θετική πορεία της, να τη σταθεροποιήσει διότι και αυτή θα κληθεί να αντιμετωπίσει συγκυριακές συνθήκες. Πιστεύω όμως ότι θα τα καταφέρει και θα συνεχίσει να συνεισφέρει στην ελληνική οικονομία. Φαντάζομαι όμως ότι ένα από τα στοιχεία τα οποία ενδιαφέρουν τους επιχειρηματίες του ελληνικού τουρισμού είναι και η ποιότητα των υπηρεσιών τους και οπωσδήποτε το κόστος. Δεν θα μπορούσα, για παράδειγμα, να φανταστώ μια τουριστική βιομηχανία η οποία δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει σωστά το βιολογικό της καθαρισμό, διότι πρέπει να έχει βιολογικό καθαρισμό. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ μια ξενοδοχειακή μονάδα να μην μπορεί να βάψει τις εγκαταστάσεις της τον Μάρτιο με την αμεσότητα που της δίνουν οι ελληνικές βιομηχανίες χρωμάτων που διαθέτουν προϊόντα ισάξια των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών και σε εξαιρετικά ανταγωνιστικές τιμές. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ την ελληνική τουριστική επιχείρηση χωρίς τα υψηλής ποιότητας προϊόντα της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων. Αυτό λοιπόν που υποστηρίζω είναι ότι ο καθένας έχει τον ρόλο του, επομένως η μεταποίηση μπορεί να λειτουργήσει υποστηρικτικά είτε σε αυτό που λέγεται κτιριακή υποδομή του τουρισμού – συγκροτήματα των ξενοδοχείων – είτε στο λειτουργικό μέρος είτε τέλος σε αυτό που φτιάχνει τη διάθεση του Έλληνα και ξένου επισκέπτη, μεταξύ αυτών και του χρώματος. Ειδικά στην ελληνική βιομηχανία χρωμάτων έχει γίνει καταπληκτική δουλειά. Δείτε, για παράδειγμα, στον τομέα των οικοδομικών χρωμάτων μόνο το 5% είναι εισαγόμενα προϊόντα, το υπόλοιπο 95% των αναγκών της εγχώριας αγοράς καλύπτεται από τις ελληνικές βιομηχανίες χρωμάτων. Και μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα απαιτεί δύσκολα χρώματα, χρώματα τα οποία αντέχουν στον ήλιο και σε υψηλές υγρασίες.
Η εγχώρια αγορά χρωμάτων ελέγχεται από ελληνικές επιχειρήσεις;
Ακριβώς, το 80% της εγχώριας παραγωγής καλύπτεται από ελληνικές επιχειρήσεις. Είναι δε χαρακτηριστικό και ιδιαίτερα εντυπωσιακό ότι οι επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται σε αυτόν τον τομέα είναι δεύτερης και τρίτης γενιάς. Οι επιχειρήσεις δεν χρειάστηκε να αλλάξουν χέρια, όπως σε μεγάλο βαθμό συνέβη στη χημική βιομηχανία. Αυτό έγινε όχι διότι είχαμε ιδιαίτερα αντισώματα αλλά διότι εξαρτιόμασταν μόνο από τη δουλειά μας. Ο πελάτης μας ήταν μόνο ο ιδιωτικός τομέας, έτσι είμαστε πάντα ευέλικτοι να κάνουμε τις κατάλληλες προσαρμογές. Στην εποχή της κρίσης χρειάστηκε να μειώσουμε το κόστος. Κάποιες χημικές βιομηχανίες χρειάστηκε δυστυχώς να χάσουν ως και το 30% του εκπαιδευμένου προσωπικού τους για να μπορέσουν να επιβιώσουν και να μειώσουν τις ζημιές τους. Το 2012 η σχέση κερδοφόρων προς ζημιογόνες επιχειρήσεις ήταν 4 προς 1, τώρα είναι κοντά στο 30 προς 1. Αυτό σίγουρα αποτελεί ένα θετικό μήνυμα.
Έχετε απέναντί σας τον Πρωθυπουργό, ποια είναι τα σημεία τα οποία θα θεωρούσατε αναγκαίο να του θίξετε;
Προσωπικά δεν είμαι βιομήχανος, εκπροσωπώ όμως τις βιομηχανίες του κλάδου. Το πρώτο που θα ήθελα να σημειώσω είναι ότι πρέπει κατ’ αρχήν να μας προσέξει αφού είμαστε ένας μεταποιητικός παραγωγικός κλάδος που δημιουργεί υπεραξία στην ελληνική οικονομία. Το δεύτερο πράγμα που θα θεωρούσα σκόπιμο να ζητήσω είναι ότι πρέπει να έχουμε ένα προβλέψιμο – δεν λέω καλό ή κακό, λέω προβλέψιμο – περιβάλλον, είτε αυτό αφορά το φορολογικό, είτε το εργασιακό, είτε το ασφαλιστικό καθεστώς, ώστε να μπορέσει να γίνει ο κατάλληλος σχεδιασμός. Δεν έχουμε αιτήματα για επιδοτήσεις, επιχορηγήσεις. Όχι, δεν είναι αυτά τα αιτήματά μας. Τα αιτήματά μας είναι να λειτουργήσουμε ως χώρα. Πρέπει επίσης να ασχοληθούμε με επί μέρους μικρά προβλήματα, η επίλυση των οποίων δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα ώστε να έχουμε ένα σωστό επιχειρηματικό κλίμα, ένα κλίμα που θα καλλιεργεί την εμπιστούνη. Με μικρές κινήσεις μπορούμε, για παράδειγμα, να απλοποιήσουμε την εγκατάσταση των επιχειρήσεων, τηρουμένων όλων των περιβαλλοντικών κανόνων. Να συντομεύσουμε τον χρόνο υλοποίησης των επενδυτικών σχεδίων. Αναφέρομαι σε απλά προβλήματα, στα οποία δεν δίδονται λύσεις. Μπορεί, για παράδειγμα, η πολιτεία να πει ότι, αφού η Ευρώπη έχει θέσει στόχο την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής, να πάρουμε μέτρα μείωσης του διοξειδίου του άνθρακα, να κάνουμε δηλαδή πρακτικές δράσεις, όπως για παράδειγμα η ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων. Αυτό θα μας επιτρέψει να έχουμε καλύτερα κτίρια, οι κάτοικοι των οποίων, ακόμη και οι φτωχοί, να πληρώνουν λιγότερο για να έχουν καλό επίπεδο ζωής. Αυτό θα έδινε εργασία στη βιομηχανία μόνωσης και βαφής κτιρίων αλλά και σε πολλούς επαγγελματίες, σε μηχανικούς, μάστορες, σοβατζήδες, εφαρμοστές μονώσεων κ.ά.
Παρεμπιπτόντως, τι γίνεται με το πρόγραμμα «Εξοικονομώ κατ’ οίκον»;
Προσφάτως επισκεφθήκαμε ως χημική βιομηχανία την υφυπουργό Βιομηχανίας κυρία Θεοδώρα Τζάκρη. Το γεγονός ότι υπάρχει μια τέτοια αρμοδιότητα το θεωρώ ιδιαίτερα θετικό. Η ίδια ασχολήθηκε ενεργά με τα θέματα που θίξαμε και φαίνεται ότι ως το τέλος Ιουνίου θα καλύψουμε κάποια κενά που αφορούν τους ευρωπαϊκούς κανόνες και θα μπορέσουμε να τρέξουμε το ΕΣΠΑ.
Είναι σημαντικό διότι στο «Εξοικονομώ κατ’ οίκον» δραστηριοποιούνται πολλοί κλάδοι.
Είναι πάρα πολλοί. Αρκεί να σας πω ότι στο συντονισμό δράσης αυτής της επικοινωνίας μιλήσαμε με εκπροσώπους 26 κλάδων ξεκινώντας από τους ιδιοκτήτες ακινήτων μέχρι αυτούς που κάνουν ξύλινα κουφώματα, τζάμια, αλουμίνια κ.ά.
Έχετε κάποια αρχική εκτίμηση για το ύψος του συνολικού προϋπολογισμού του προγράμματος;
Κοιτάξτε, θα σας δώσω μια ευρύτερη διάσταση του συνολικού σχεδιασμού. Βάσει όσων έχουν συζητηθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση – σε επίπεδο ECOFIN – στην Ελλάδα θα διατεθούν περίπου 30 δισ. ευρώ για προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας ως το 2020. Αν συνυπολογίσουμε ότι, για να «τρέξει» ένα πρόγραμμα, θα απαιτηθεί να βάλει ο ιδιώτης το ένα τρίτο – δηλαδή επιπλέον 30 δισ. ευρώ – και άλλα 30 δισ. ευρώ η κυβέρνηση, αυτόματα δημιουργείται ένας τζίρος 90 δισ. ευρώ. Και 70 να είναι, καταλαβαίνετε ότι πρόκειται για ένα εκπληκτικό ποσό που θα πέσει στην οικονομία από το 2016 ως το 2020. Πρέπει λοιπόν δημόσια διοίκηση και ιδιώτες να βαδίσουμε συντεταγμένα. Είμαστε μια χώρα που δοκιμάζεται και έτσι πρέπει ο καθένας να βάλει πλάτη. Δεν έχουμε αρνηθεί ούτε να καταβάλλουμε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, που πρόσφατα αυξηθήκαν – δεν συμφωνούμε με αυτό, αλλά τι να κάνουμε –, αλλά είμαστε ενεργοί πολίτες. Πρέπει όμως να κινηθούμε συντεταγμένα σε κάποιες δράσεις. Πρέπει όλοι να αντιληφθούμε την κρισιμότητα των στιγμών. Αναφέρομαι στα προβλήματα που δημιουργούνται στην οικονομία από τις απεργίες, τα μπλόκα των αγροτών κτλ.
Θεωρείτε ότι είναι εις βάρος της οικονομίας;
Δεν είναι μόνο αυτό. Υπάρχει και μια άλλη πλευρά. Οι χημικές βιομηχανίες διακινούν κατ’ εξοχήν επικίνδυνα εμπορεύματα. Δεν κουβαλάμε γάλα. Η διακίνηση λοιπόν αυτών των εμπορευμάτων γίνεται κάτω από αυστηρές προδιαγραφές που προβλέπονται από διεθνή νομοθεσία. Αν δεν τηρούνται υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Δεν μπορείς, για παράδειγμα, να στείλεις ένα βυτίο με τολουόλιο στη Θεσσαλονίκη, αυτό να διασχίσει όλη τη Θεσσαλία και να του κλείσεις το δρόμο. Αν προξενηθεί οποιοδήποτε ατύχημα, αυτό μπορεί να δημιουργήσει σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Δεν το λέω για να τρομοκρατήσω αλλά για να υπογραμμίσω το γεγονός ότι πρέπει σε όλα τα πράγματα να κυριαρχεί η λογική. Πέραν αυτών καταστρατηγούμε την προσπάθεια τόνωσης της εξωστρέφειας της χώρας, διότι αν δεν μπορείς να εκτελέσεις εγκαίρως την παραγγελία που έχεις λάβει από το εξωτερικό χάνεις κάτι παραπάνω από μια παραγγελία. Χάνεις την εμπιστοσύνη των ξένων αγορών. Σήμερα άκουσα ότι πρόσφυγες μετανάστες έκλεισαν τη σιδηροδρομική γραμμή. Δεν νομίζετε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να υπάρχουν καλύτερα αντανακλαστικά, να δίδονται νωρίτερα λύσεις μέσω έγκαιρου και αποτελεσματικού διαλόγου με τις κοινωνικές τάξεις. Δεν λέμε να λειτουργήσει η Ελλάδα χωρίς αγρότες, όλοι πρέπει να κάνουν τη δουλειά τους, άλλωστε η χημική βιομηχανία υποστηρίζει τη γεωργία, αλλά την ίδια στιγμή πρέπει να μπορούμε να στέλνουμε και τα εμπορεύματά μας όπου μας τα ζητούν. Άρα λοιπόν χρειάζεται μια συνεργασία και μια κυβέρνηση με συντονιστικό ρόλο μεταξύ των διαφόρων παραγωγικών τάξεων. Πρέπει να έχουμε ένα κλίμα εμπιστοσύνης, μια κοινωνική ειρήνη, για να μπορούμε να αναπτυσσόμεθα.
Η αλήθεια είναι ότι όσο δύσκολο είναι να αποκτήσει κανείς έναν πελάτη τόσο εύκολο είναι να τον χάσει. Και αυτή την περίοδο αυτό είναι μεγάλη πολυτέλεια…
Ακριβώς. Ο πελάτης της ελληνικής βιομηχανίας λέει: «Ωραία είναι τα προϊόντα σου, δεν μπορώ όμως να σε εμπιστευθώ και να σιγουρευτώ ότι θα υπάρχεις και αύριο, ότι θα μπορείς να μου στείλεις στην ώρα τους τα προϊόντα». Ξέρετε, αν επιβιώνουμε – μετά τα capital controls, μετά τις οικονομικές τρικυμίες που έχουμε περάσει, με τη χαμηλή ρευστότητα και το αδύναμο τραπεζικό σύστημα – αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους προμηθευτές μας, στους αφανείς τροφοδότες μας, με τους οποίους έχουμε χτίσει μακροχρόνιες σχέσεις και οι οποίοι συνεχίζουν να μας στηρίζουν ακόμη και τώρα που το brand Hellas έχει υποστεί τόσο σοβαρό πλήγμα. Βεβαίως χρειαζόμαστε το τραπεζικό σύστημα και τη διαθεσιμότητα φθηνού χρήματος, που σήμερα καλύπτεται από την παρουσία των προμηθευτών μας.
Οι οποίοι αποδείχθηκαν και τραπεζίτες για τη βιομηχανία;
Ακριβώς, και τραπεζίτες. Η διαβεβαίωση την οποία μπορώ να δώσω ως μεταποίηση είναι ότι θα συνεχίσουμε να μαχόμαστε για διεύρυνση του ποσοστού της βιομηχανίας στο ΑΕΠ. Όπως ξέρετε, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει ως στόχο να αυξήσει τη συμμετοχή της βιομηχανίας στο ΑΕΠ από 16% σε 20%. Εμείς δυστυχώς καλούμεθα να καλύψουμε μεγαλύτερη απόσταση διότι ξεκινούμε από την αφετηρία του 9%.
Μπορεί να αντιστραφεί αυτή η τάση, δηλαδή να έρθει η χώρα στο 12% τουλάχιστον;
Κοιτάξτε, δεν θα γίνει τα επόμενα χρόνια αλλά σίγουρα πρέπει να δοθεί η ευκαιρία σε αυτούς που μπορούν και σε αυτούς που τα καταφέρνουν να πηγαίνουν μπροστά. Ναι, η ελληνική μεταποίηση μπορεί σε πέντε χρόνια να φθάσει στο 12% του ΑΕΠ, ένα ποσοστό που κατείχε στο παρελθόν. Αν βάλουμε ένα λιθαράκι ο καθένας – είτε πρόκειται για τις επιχειρήσεις είτε πρόκειται για τους κοινωνικούς εταίρους ή τη δημόσια διοίκηση –, πιστεύω ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Και αυτό διότι ο ελληνικός λαός είναι ένας έξυπνος λαός, ένας εξωστρεφής λαός και άρα μπορεί να έχει θετικά αποτέλεσμα. Εγώ θα έλεγα ότι, παρά τις τεράστιες δυσκολίες, είμαι αισιόδοξος για το μέλλον της μεταποίησης στην Ελλάδα και για τη δημιουργία προϊόντων παγκόσμιας εμβέλειας.
Κύριε Σκαρλάτε, σας ευχαριστώ θερμά γι’ αυτή την ενδιαφέρουσα συνομιλία.
Και εγώ θα ήθελα να σας ευχαριστήσω πολύ και κυρίως να σας συγχαρώ για την ενασχόληση σας με μια όχι πολύ δημοφιλή βιομηχανία. Σας ευχαριστώ για τη δυνατότητα που μας δώσατε να διατυπώσουμε τις απόψεις μας.